βαμβάκινος

βαμβάκινος
η , ο[ν] см. βαμβακερός

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "βαμβάκινος" в других словарях:

  • βαμβάκινος — η, ο (Μ βαμβάκινος, η, ον) νεοελλ. βαμβακερός μσν. βομβύκινος, μεταξωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με τη νεοελληνική της σημασία προέρχεται από το βάμβαξ ( άκι) και μαρτυρείται από το 1862 στο περιοδικό σύγγραμμα Πανδώρα, ενώ με τη μεσαιωνική της σημασία… …   Dictionary of Greek

  • -ινος — κατάλ. πολλών επιθέτων η οποία απαντά ευρέως ήδη στον Όμηρο χρησιμοποιούμενη ευρύτερα μέχρι σήμερα. Προφανώς προέκυψε αρχικά από τη σύναψη τού επιθ. νο (< IE * no ) σε θ. ονομάτων σε ι (πρβλ. ἴρ ινος < ἶρις, καννάβ ινος < κάνναβις). Τα… …   Dictionary of Greek

  • βαμβάκι — Πρόκειται για την κοινή ονομασία με την οποία είναι γνωστά τα είδη του γένους γοσύπιο (gosypium) της οικογένειας των μαλαχιδών ή μαλβιδών, καθώς και οι κλωστικές ίνες που προέρχονται από τα σπέρματά τους (παλαιότερα λεγόταν επίσης βαμπάκι και… …   Dictionary of Greek

  • βομβύκινος — και βαμβάκινος και βαβύκινος, η, ον (Μ) [βόμβυξ (Ι)] μεταξωτός …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»